- κεραμιδίων
- κεραμίδιονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ακροκέραμος — Διακοσμητικό στοιχείο, πήλινο ή μαρμάρινο, που τοποθετούσαν στους αρχαίους ελληνικούς, ετρουσκικούς και ρωμαϊκούς ναούς, στις άκρες των κεραμιδιών. Με την ίδια λέξη χαρακτηρίζεται και το κεραμίδι, με το οποίο αποτελούσε ένα σώμα. Τα διακοσμητικά… … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κεράμωση — η (ΑΜ κεράμωσις) [κεραμώνω] επιστέγαση με κεραμίδια, τοποθέτηση κεραμιδιών σε στέγη … Dictionary of Greek
κεραμίδωμα — το [κεραμιδώνω] η τοποθέτηση κεραμιδιών σε στέγη … Dictionary of Greek
κεραμίδωση — η [κεραμιδώνω] κάλυψη στέγης με κεραμίδια, τοποθέτηση κεραμιδιών στη στέγη … Dictionary of Greek
κεραμιδοπλάστης — κεραμιδοπλάστης, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κεραμιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης] … Dictionary of Greek
κεραμοποιία — η 1. η τέχνη τού κεραμοποιού, η κεραμευτική 2. (ειδ.) η τέχνη τής κατασκευής ή η βιομηχανία παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δημήτριο Φίλιο] … Dictionary of Greek
κεραμοποιείο — το 1. εργαστήριο κεραμικής 2. (ειδ.) εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών και τούβλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek